Πρῶναξ — Πρῶ/ναξ masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pronax — PRONAX, actis, Gr. Πρώναξ, ακτος, (⇒ Tab. XXV.) des Talaus und der Lysimache Sohn, und Vater des Lykurgus und der Amphithea, einer Gemahlinn des Adrastus. Apollod. l. I. c. 9. §. 14 … Gründliches mythologisches Lexikon
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek